Οβραίος

Οβραίος
και Οβριός, ο, θηλ. Οβραία και Οβριά
Εβραίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Οβραίος σχηματίστηκε από υπερίσχυση τού άρθρου ο: ο Εβραίος > Οβραίος (πρβλ. ο έμορφος > όμορφος). Ο τ. Οβριός < Οβραίος, με συνίζηση (πρβλ. ελαία > ελιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Οβραιοπούλα — και Οβριοπούλα, η μικρή Εβραία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Οβραίος / Οβριός + υποκορ. κατάλ. πούλα] …   Dictionary of Greek

  • εβραίος — και οβραίος, α και αίισσα, ο και οβριός, ιά (AM ἑβραῑος, α, ον) αυτός που ανήκει στο εβραϊκό έθνος, Ιουδαίος, Ισραηλίτης νεοελλ. άνθρωπος που έχει χαρακτήρα Εβραίου, ελαττώματα που αποδίδονται στους Εβραίους, τσιγγούνης, σκληρός, συμφεροντολόγος… …   Dictionary of Greek

  • οβραιοσύνη — και οβριοσύνη, η εβραιοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Οβραίος / Οβριός + κατάλ. σύνη (πρβλ. δικαιοσύνη)] …   Dictionary of Greek

  • evreu — EVRÉU, evrei, s.m. Persoană (de religie mozaică) făcând parte din populaţia originară prin tradiţie din Israelul şi Iudeea antice; izraelit. ♦ Persoană care face parte din populaţia de bază a actualului stat Israel. – Din sl. evreinŭ. Trimis de… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”