- Οβραίος
- και Οβριός, ο, θηλ. Οβραία και ΟβριάΕβραίος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Οβραίος σχηματίστηκε από υπερίσχυση τού άρθρου ο: ο Εβραίος > Οβραίος (πρβλ. ο έμορφος > όμορφος). Ο τ. Οβριός < Οβραίος, με συνίζηση (πρβλ. ελαία > ελιά)].
Dictionary of Greek. 2013.